σιχ

σιχ
θρησκευτική αίρεση και πολεμική αδελφότητα της κεντροδυτικής Ινδίας, που ιδρύθηκε, με σκοπό να συμφιλιώσει τον ισλαμισμό και τον ινδουισμό, από το Νάνακ Ντεβ (1949 -1538), μαθητή του βισνουιστή Καμπίρ, ο οποίος είχε υποστεί την επίδραση του σουφισμού και του χριστιανισμού. Οι εννέα διάδοχοι του Νάνακ πήραν το όνομα γκουρού (διδάσκαλοι) και σύνταξαν το Άντι Γκραντ, τη «Βίβλο», που περιέχει τις διδασκαλίες της αίρεσης οι οποίες προέρχονταν από τον ινδουισμό, τον πανθεϊσμό της Βεδάντα, την μπακτί, ινδουιστικό μυστικισμό, τη μεσάζουσα και σωτήρια αποστολή του γκουρού, αλλά απόρριπταν κείμενα και πρακτικές, διατηρώντας μόνο μερικές ατομικές. Η εισδοχή στην αίρεση γίνεται με μύηση: ο μύστης περνά από το βαθμό του Σ. «μαθητή», στο βαθμό Σινγκ, «λέοντα». Με τον τελευταίο γκουρού, Γκόβιντ Σινγκ Ράι (1675 -\ 1708), η αίρεση οργανώθηκε σε καθαυτό στρατιωτικό σώμα και πολέμησε για μακρό διάστημα εναντίον των μουσουλμάνων. Ο Γκόβιντ εγκαθίδρυσε τη λατρεία του Γκραντ και του σπαθιού και ένα ιδιαίτερο βάπτισμα. Οι Σ. έγιναν κράτος εν κράτει, διοικούμενο από μια ολιγαρχία, τους Χάλσα. Με την πτώση της αυτοκρατορίας των Μογγόλων, κατάκτησαν το Παντζάμπ και, υπό το Ραντζίτ Σινγκ (1780 - 1839), ο στρατός του οποίου ήταν οργανωμένος από Γάλλους και Ιταλούς στρατηγούς του Ναπολέοντα, το Πεσαβάρ και το Κασμίρ. Οι Σ. αντιτάχτηκαν λυσσαλέα στην αγγλική κατάκτηση και υποτάχτηκαν ύστερα από δύο πόλεμους (1845 - 1846, 1848 - 49)· το κράτος τους προσαρτήθηκε στην Εταιρεία των Ινδιών, η οποία κατόρθωσε να τους προσεταιριστεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να γίνουν οι πιο πιστοί στρατιώτες της αυτοκρατορίας. Πνευματικό κέντρο των Σ. είναι η ιερή πόλη Αμρίτσαρ, που ιδρύθηκε το 16o αι. από τον γκουρού Ραμ Ντας, έδρα του περίφημου Χρυσού Ναού, ο οποίος χτίστηκε από τον γκουρού Αρτζούν. Μετά το χωρισμό Ινδίας και Πακιστάν (1947), οι Σ. 6 περίπου εκατομμύρια, συγκεντρώθηκαν στο ανατολικό τμήμα του Παντζάμπ αργότερα, εξαιτίας της εχθρότητας τους προς τους πληθυσμούς που μιλούσαν τη γλώσσα χίν-τι, πέτυχαν από την κεντρική κυβέρνηση (1966), την υποδιαίρεση του εδάφους τους σε δύο κράτη, το Παντζάμπ, με πλειονότητα Σ. και το Χαργιάνα, με πλειονότητα χίντι. (Οι Σιχ το 1990ήταν13εκατομμύρια). Οι δέκα γκουρού, ποιυ επεξεργάστηκαν τη θρησκεία των Σιχ, προσπάθεια συμφιλίωσης του ινδουισμού και του ισλαμισμού σε αναάγλυφο της πύλης του Χρυσού Ναού, στην Αμριτσάρ.
* * *
(I)
οι, Ν
άκλ. (στην Ινδία) οι οπαδοί τού σιχισμού, οι οποίοι ακολουθούν τη διδασκαλία τών Δέκα Γκουρού, δηλαδή τού ιδρυτή τής θρησκείας Νάτακ και τών εννέα διαδόχων του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < sikh «μαθητής, οπαδός», λ. τής γλώσσας Χίντι < αρχ. ινδ. śiksati «αυτός μελετά» < śaknoti «είναι δυνατός, ικανός»].
————————
(II)
το, Ν
(ακλ.) μετρολ. κινεζική μονάδα βάρους ισοδύναμη με 71, 68 χιλιόγραμμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Γιουάν Σιχ Κάι — (Yuan Shih Kai,Χσιάνγκ Τσενγκ, Χονάν 1859 – 1916). Κινέζος πολιτικός. Θεωρείται αμφιλεγόμενη προσωπικότητα και η δράση του επηρέασε την ιστορία της Κίνας. Από ταπεινή καταγωγή, κατόρθωσε να σταδιοδρομήσει στην ανώτερη γραφειοκρατία. Το 1884, ως… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… …   Dictionary of Greek

  • Παντζάμπ — (η Πενταποταμία των αρχαίων). Περιοχή της ινδικής υποηπείρου, που έχει διαιρεθεί από το 1947 μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν. Η διαίρεση αυτή έγινε με αυστηρά θρησκευτικά κριτήρια· η Ινδία πήρε το ανατολικό τμήμα, που κατοικείται κατά το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • -αμάρα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη τής νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά, που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή λεκτικό χαρακτηρισμό. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε αρχικά από μεγεθυντικά ουδέτερα σε αμα:… …   Dictionary of Greek

  • σιχισμός — ο, Ν μια από τις θρησκείες τής Ινδίας, η οποία ιδρύθηκε στα τέλη τού 15ου αιώνα στο Παντζάμπ από τον γκουρού Νάνακ και συνδυάζει στοιχεία ισλαμισμού και ινδουισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sikhism < sikh (βλ. σιχ) + ism (βλ. ισμός)] …   Dictionary of Greek

  • Βισνού — Ινδική θεότητα που κατά τις Βέδες είναι η ενέργεια που διαποτίζει το σύμπαν. Στον ινδουισμό έλαβε τεράστια σπουδαιότητα, επειδή θεωρήθηκε ο θεός που ξυπνά το σύμπαν για μια νέα ζωή στην αρχή κάθε κοσμικού αιώνα (κάλπα)ή η αρχή που συντηρεί τη ζωή …   Dictionary of Greek

  • Γκάντι, Ίντιρα — (Indira Gandhi, Αλαχαμπάντ, Ουτάρ Πραντές 1917 – 1984). Ινδή πολιτικός. Κόρη του πρωθυπουργού Γιαβαχαρλάλ Νεχρού, έζησε ταραγμένα παιδικά χρόνια εξαιτίας των πολιτικών διώξεων που γνώρισαν οι γονείς της. Σπούδασε στην Ελβετία και στην Οξφόρδη και …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Κασμίρ — (Kashmir). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (222.236 τ. χλμ., 12.649.917 κάτ.) της νοτιοκεντρικής Ασίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της ινδικής ενδοχώρας. Συνορεύει στα ΒΑ με το Αφγανιστάν και με την Κίνα, στα Ν με τα ινδικά κρατίδια Χιματσάλ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”